ραιγιόν

ραιγιόν
Υφάνσιμη τεχνητή ίνα, η παραγωγή της οποίας στηρίζεται στην ιδιότητα της κυτταρίνης να διαλύεται σε διάφορα αλκαλικά ή αμμωνιακά διαλύματα, σχηματίζοντας μια ιξώδη μάζα ως μέλι, η οποία, όταν περάσει από τριχοειδείς οπές, στερεοποιείται εύκολα. Ταξινόμηση ινών ραιγιόν. Η τεχνητή αυτή υφάνσιμη ίνα παράγεται με μετατροπή της κυτταρίνης. Φόρεμα φταγμένο από ραιγιόν (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν
βλ. ρεγιόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραιγιόν — το βλ. το σωστό ρεγιόν, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλκαλοκυτταρίνη — ή αλκαλοκελουλόζη ή νατροκυτταρίνη ή νατροκελουλόζη, η (Υφαντ.) προϊόν που λαμβάνεται με εμβάπτιση κυτταρίνης σε διάλυμα καυστικού νατρίου. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή τού ραιγιόν βισκόζης …   Dictionary of Greek

  • ρεγιόν — και ραιγιόν, το, Ν είδος συνθετικών ινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rayon, τ. ανώμαλα σχηματισμένος από τη λ. ray «ακτίνα» (< λατ. radius «ακτίνα»] …   Dictionary of Greek

  • σόδα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται συνήθως δύο ενώσεις του νάτριου: το ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) και το υδροξείδιο του νάτριου (NaOH), που λέγεται επίσης καυστική σόδα. Το ανθρακικό νάτριο βρίσκεται στη φύση, σε μερικά μεταλλεύματα, με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • υφαντουργία — Η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων. Mέχρι το 18o αιώνα οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τη χειροποίητη υφαντική τέχνη. Η μηχανοποίηση εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1785 και από τότε πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της ανάπτυξης… …   Dictionary of Greek

  • οξικό οξύ — Άχρωμο υγρό έντονης οσμής, του οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα άνθρακα τέσσερα υδρογόνου και δύο οξυγόνου (χημικός τύπος CH3COOH). Βρίσκεται σε χαμηλό ποσοστό (5 8%) στο ξίδι οικιακής χρήσης και έχει ευρεία βιομηχανική εφαρμογή στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”